φυγομαχώ

φυγομαχώ
(ε) αμετ. уклоняться от сражения или борьбы;
κατά την συζήτηση εφυγομάχησε он трусливо уклонился от диспута

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φυγομαχώ" в других словарях:

  • φυγομαχώ — φυγομαχῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόμαχος] αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία («φυγομαχεῑν ἐν ταῑς ἀμίλλαις», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποφεύγω να αντιμετωπίσω μια δυσκολία, δεν καταβάλλω προσπάθεια για την επίτευξη ενός δύσκολου στόχου …   Dictionary of Greek

  • φυγομαχώ — φυγομαχώ, φυγομάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυγομαχώ — φυγομάχησα, αμτβ., αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία, αποφεύγω κάθε αγώνα: Φυγομαχεί ο υπουργός και δεν απαντά στην επερώτηση του βουλευτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»